συμπαθητικολυτικός

συμπαθητικολυτικός
-ή, -ό, Ν
(φαρμ.) (για ουσία) αυτός που είναι ικανός να μειώσει ή να καταστείλει τη δράση τής αδρεναλίνης στους αδρενεργικούς υποδοχείς α και β.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sympatheticolytic < συμπαθητικός + λυτικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”